- βαμβακόψειρα
- η хлопковая тля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαμβακόψειρα — η ονομασία του Εντόμου Eriosoma lanigerum, το οποίο προκαλεί τη βαμβακάδα της μηλιάς … Dictionary of Greek